- αναμφήριστος
- -η, -ο (Α ἀναμφήριστος, -ον) [άμφήριστος]αναμφίβολος, αναντίρρητος, βέβαιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναμφήριστος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμφηρίστως — ἀναμφήριστος adverbial ἀναμφήριστος masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμφήριστον — ἀναμφήριστος masc/fem acc sg ἀναμφήριστος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμφηρίστου — ἀναμφήριστος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμφηρίστῳ — ἀναμφήριστος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)